- ἑδροστρόφος
- ἑδρο-στρόφος, ὁ,A wrestler who throws his adversary, Argive fashion, by a cross-buttóck, Theoc.24.111.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εδροστρόφος — ἑδροστρόφος, ο (Α) παλαιστής που ρίχνει κάτω τον αντίπαλο του με υποσκέλισμα … Dictionary of Greek
ἑδροστρόφοι — ἑδροστρόφος wrestler who throws his adversary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)